- περιτιθέασιν
- περιτιθέᾱσιν , περιτίθημιplacepres ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κωρυκίδιον — κωρυκίδιον, τὸ (Α) [κώρυκος] (κατά τον Ησύχ.) «δερμάτινον κοίλωμα, ὅ οί τοξεύοντες τῷ εὐωνύμῳ πήχει περιτιθέασιν» … Dictionary of Greek